ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΤΟΥ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΙΣ 07
ΜΑΙΟΥ ΤΟΥ 1906
Την Κυριακή
26 Μαΐου 2013 στο Καστανόφυτο Καστοριάς εορτάστηκε η επέτειος των 107
χρόνων από τη Μάχη των κατοίκων του Καστανοφύτου και των Μακεδονομάχων κατά των
Βουλγάρων και των Τούρκων το έτος 1906.
Την
εκδήλωση τίμησαν με την Παρουσία τους, ο Δήμαρχος Δήμου Άργους Ορεστικού κ Πάνος
Κεπαπτσόγλου, η βουλευτής της Ν.Δ. Νομού Καστοριάς κ. Μαρία Αντωνίου, εκπρόσωπος
του ΣΥΡΙΖΑ Καστοριάς, ο θεματικός αντιπεριφερειάρχης κοινωνικής συνοχής στην
Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας Φιλώτας Ταλίδης, οι Αντιδήμαρχοι και Δημοτικοί
Σύμβουλοι του Δήμου Άργους Ορεστικού, η Επικεφαλής της μείζονος Αντιπολίτευσης
Μαρία Τερζοπούλου, οι Δ/τες των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, οι
πρόεδροι Συλλόγων και Σωματείων, καθώς και πολλοί χωριανοί της Τοπικής
Κοινότητας.
Οι
εκδηλώσεις περιελάμβαναν δοξολογία στον Ι. Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δέηση
στο άγαλμα του Αντώνη Βλαχάκη (καπετάν Λίτσα), το ιστορικό της ημέρας ανέλυσε
στον λόγο της η κ. Σόνια
Ευθυμιάδου-Παπασταύρου, δασκάλα, συγγραφέας και μαχητική αρθρογράφος, που
είναι και μέλος του δραστήριου Συλλόγου «Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα ν.
Καστοριάς», στον οποίο σύλλογο υπήρξε γραμματέας μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η
οποία αναφέρθηκε στο χρονικό της 7ης Μαΐου του 1906 προκαλώντας συγκίνηση στους
παρευρισκομένους.
Στην
συνέχεια ακολούθησε κατάθεση στεφάνων στο μνημείο του Αντώνη Βλαχάκη (καπετάν
Λίτσα), από πολιτικούς και στρατιωτικούς εκπροσώπους, από συλλόγους, σωματεία
απόστρατων και θυμάτων πολέμου και της τοπικής κοινότητας. .
Παράθεση
δεξίωσης δόθηκε στον αύλειο χώρο του Κοινοτικού Καταστήματος όπου οι παρευρεθέντες
δοκίμασαν τοπικά εδέσματα φτιαγμένα
από τις γυναίκες του χωριού.
Η ομιλία της κ. Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου
Μάχη στο Καστανόφυτο, 7 Μαΐου
1906
-Τ’
έχεις, Λίτσα μ’ περήφανε κι είσαι συλλοϊσμένος,
δε
θες να φας, δε θες να πιεις, δε θες να τραγουδήσεις,
του
‘πεν ο Λούκας μια φορά κι ο καπετάν Λιωνίδας.
-Παιδιά
μου, μη με βιάζετε, θα σας το μολοήσω,
κακά
χαμπέρια έχουμε από τον Τσιακαλάρο.
Σφάζει
παιδάκια ορφανά κι ανύπαντρα κορίτσια.
Πάρτε,
παιδιά μου, τ’ άρματα στην Όσνιτσα να πάμε,
εκδίκηση
να πάρουμε στο γαίμα των αθώων.
Τη
χαραυγή κινήσανε στην Όσνιτσα να πάνε.
Πέφτουν
τα βόλια σα βροχή κι οι σφαίρες σα χαλάζι.
Πέφτει
κι ο Λίτσας αρχηγός στο ματωμένο χώμα.
Αξιότιμοι κι αγαπητοί όχι επισκέπτες, μα προσκυνητές
του ιερού αυτού τόπου, του τόπου της θυσίας,
«Η λαϊκή μούσα είναι αυτή που
θεμελιώνει την πραγματική ιστορική μνήμη, γαλβανίζει το αδιαμφισβήτητο ιστορικό
γεγονός, το κρατά ζωντανό και το παραδίδει ως παρακαταθήκη εθνικής επιβίωσης
στις επόμενες γενεές»,
λέει ο Πρόεδρος του δραστήριου
Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα στην Καστοριά κ. Χρ. Παπασταύρος, κι εγώ, αφού με
πολλή χαρά και τιμή δέχτηκα να μιλήσω εδώ για την περίφημη μάχη στο
Καστανόφυτο, επέλεξα να αναφερθώ πολύ συνοπτικά στο ιστορικό της μάχης με το
παραπάνω δημοτικό τραγούδι, ένα από τα αρκετά τραγούδια που ο λαός μας έπλασε
για το γενναίο καπετάν Λίτσα, τον αρχηγό των Ελλήνων στη μάχη. Αλλά το επέλεξα
για έναν ακόμη λόγο. Για να σας ζητήσω να μου επιτρέψετε, ακολουθώντας τη
γραμμή του τραγουδιού, όπου ο λαϊκός ποιητής μιλάει άμεσα και τρυφερά ταυτόχρονα
σε β’ πρόσωπο στον καπετάνιο, να μιλήσω σήμερα εκ μέρους όλων σας στον ήρωα
καπετάνιο, μα και σε όλους τους συμπολεμιστές του, στο β’ πρόσωπο, κατευθείαν
στους ίδιους.
Άλλωστε,
το ξέρουμε όλοι μας καλά πως η Θεία Λειτουργία είναι μια ζεστή συνεύρεση ζώντων
και τεθνεώτων, αφού ζώντες και
κεκοιμημένοι αποτελούμε το Σώμα της Εκκλησίας μας. Άρα, καθώς μόλις βγήκαμε
από το ναό όπου τελέστηκε το μνημόσυνό σας, το ξέρουμε με βεβαιότητα πως εσείς,
αγαπημένοι κι ατίμητοι νεκροί της μάχης στο Καστανόφυτο, ήσασταν πριν από λίγο
και εξακολουθείτε να είστε μαζί μας και τώρα που είμαστε όλοι συναγμένοι επί το
αυτό: για να τιμήσουμε τη μνήμη σας, αφού μονάχα η διατήρηση της μνήμης μάς
χαρίζει την πολύτιμη αυτογνωσία –αυτό το «μονάχα γνωρίζοντας πούθε έρχεσαι,
ξέρεις και πού πηγαίνεις» είναι μια πάνσοφη κουβέντα και μια τεράστια αλήθεια,
που, όπως όλοι ξέρουμε πια, εμείς οι σημερινοί Έλληνες είχαμε παραγκωνίσει, κι
έτσι ξέσπασε το κακό που παιδεύει ολόκληρη την όμορφη και παράξενη πατρίδα μας,
που μας παιδεύει όλους. Είμαστε όμως εδώ και για έναν άλλο λόγο: για να
εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας, να δείξουμε συνέπεια στο υπέρτατο αυτό χρέος για το οποίο θα
μπορούσε άνετα να πει κανείς:
Μάθε
να εκφράζεις την ευγνωμοσύνη σου για όσους σε ευεργέτησαν,
αν
θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος…
Γι’
αυτό, λοιπόν, αγαπημένοι μας νεκροί, είμαστε όλοι εδώ. Για να σας βεβαιώσουμε
πως δεν ξεχνάμε, πως δεν ανήκουμε στη γενεά εκείνη των αχάριστων και
διεστραμμένων, των από αγνωμοσύνη διεφθαρμένων, αλλά είμαστε και για να σας βεβαιώσουμε
και πως η θυσία σας δεν πήγε χαμένη. Το συνοψίζει πολύ πετυχημένα και ο κ.
Άγγελος Κάρτζος, ο εκπρόσωπος αυτής της Τοπικής Κοινότητας, πως και η συμβολή
των γηγενών υπήρξε σημαντικότατη, αλλά και χωρίς τον ερχομό το δικό σας από την
υπόλοιπη Ελλάδα, τίποτε δε θα ήταν όπως είναι σήμερα.
Γιατί εσείς τότε, έχοντας αφήσει ετσιθελικά τη
γη που σας γέννησε, εσείς τότε, ερχόμενοι εθελοντικά στην πλατιά του ονείρου
μας γη, τη γη της Μακεδονίας, ήρθατε έχοντας να ξεπεράσετε πολλά εμπόδια:
χρειαζόσασταν πρώτα πρώτα δοκιμασμένους οδηγούς, άτομα να σας οδηγήσουν από
δύσβατα μονοπάτια στον τόπο του προορισμού σας-σήμερα οι εκλεκτοί σας απόγονοι
έρχονται εδώ ακολουθώντας την πλατιά Εγνατία και με οδηγούς τις πινακίδες που
δείχνουν το δρόμο. Χρειαζόσασταν έπειτα τρόφιμα για να φάτε να στυλωθείτε,
καθώς ο πόλεμος δεν είναι παίξε-γέλασε· θέλει γερά τα κορμιά αυτών που παλεύουν
και μυαλό καθαρό, και αυτά τα δύο δεν μπορούν να δουλέψουν κανονικά άμα το σώμα
δεν έχει τραφεί καλά. Αυτά τότε, που η Μακεδονία μας ήταν σκλαβωμένη κι από
πολλούς εχθρούς πατημένη. Σήμερα, αγαπημένοι και θυσιασμένοι για την Ελλάδα
ήρωες, αυτή η Μακεδονία είναι ένας παράδεισος με τα προϊόντα που παράγει και μ’ αυτά
θρέφει πολύ κόσμο- αυτό είναι μια αλήθεια που όλοι γνωρίζουν. Και,
τέλος, όταν εσείς ανηφορίσατε προς αυτά τα μέρη είχατε κι άλλες, πρόσθετες
δυσκολίες: φορούσατε τη βαριά –όχι μονάχα μεταφορικά, μα και κυριολεκτικά-
στολή των Μακεδονομάχων. Κι η στολή αυτή –τη βλέπετε και σήμερα φορεμένη με
τιμή από τους απογόνους των γηγενών Μακεδονομάχων, οι οποίοι συνεργάστηκαν
αδερφικά μαζί σας- γινόταν ακόμα πιο βαριά κι ασήκωτη από τις βροχές και τα
χιόνια. Και τα τσαρούχια σας βρέχονταν και κολλούσαν στη λάσπη των μακεδονικών
μονοπατιών, όταν διασχίζατε τα όμορφα βουνά μας. Μα εσείς επιμένατε. Τίποτε δεν
ήταν αρκετό να σας εμποδίσει, κανένα εμπόδιο δε στάθηκε ικανό να σας κάνει να
μετανιώσετε. Γιατί δεν ήσασταν υποχρεωμένοι να είστε εδώ-ίσα ίσα: ξέρουμε και
για σένα, καπετάν Νάκη Λίτσα από το Γύθειο, πως, μόλις αποφοίτησες από τη Σχολή
Αξιωματικών, ζήτησες να έρθεις εδώ, στη Μακεδονία, αλλά ο διοικητής σου το
αρνήθηκε. Εσύ όμως δεν το ‘βαλες κάτω: πήρες άδεια δήθεν για να πας στη Γαλλία
για σπουδές, για να βρεθείς το Σεπτέμβριο του 1905 εδώ ακριβώς, στα
Καστανοχώρια, ως αρχηγός σώματος 50 αντρών.
Αλλά
μήπως και το πρωτοπαλίκαρό σου και συμπατριώτης σου, ο Λεωνίδας Πετροπουλάκης,
το ίδιο με σένα δεν έκανε; Τελείωνε τη Νομική και, μολονότι μάχες στις αίθουσες
των δικαστηρίων ονειρευόταν ασφαλώς, τα παράτησε για να έρθει να δώσει εδώ στα
δικά μας μέρη άλλες μάχες, με αληθινά όπλα. Και δυστυχώς σκοτώθηκε πολύ νωρίς,
στον ανθό της νιότης του. Αλλά μήπως κι εσύ ήσουν μεγάλος; Μας άφησες νωρίς,
στα 32 σου χρόνια. Και δεν ήσασταν μονάχα οι δυο σας: κι ο άλλος Πετροπουλάκης,
ο Παναγιώτης, ο Δημήτρης Οικονόμου από τη Ραψάνη της Λάρισας , ο Παναγιώτης
Στεφανάκος από το Γύθειο, ο Παναγιώτης Γκιτάκος κι ο Νίκος Γκαζάνης (ή ίσως
Κατζάκος) από τη Λακωνία, ο Σπύρος Μάνδαλος κι ο Σωτήρης Ντίμας (ή ίσως Νιμάς)
από τα Τρίκαλα, ο Δημήτρης Σκλαβούνος από την Άρτα, ο Γιάννης Τριανταφύλλου από
τη Γορτυνία, ο Δημήτρης Χελάκης από το Ξηρομέρι, ο Παύλος Δουκάκης από την
Κρήτη, ο Καλαϊτζής από το Μοναστήρι, ο Χρήστος Κολυβάς από τη Θεσσαλία, ο Γ.
Σκοπετέας, όλοι εσείς πολεμήσατε και σκοτωθήκατε ηρωικά σε τούτο τον αγιασμένο
από το αίμα σας τόπο. Και συγχωρέστε με που σκέφτομαι εντελώς ανθρώπινα και στέκομαι στο νεαρό της ηλικίας σας.
Συγχωρέστε με που ξεχνάω πως σημασία δεν έχει πόσο ζει κανείς, αλλά πώς και γιατί ζει, μ’ άλλα λόγια ο τρόπος
κι ο σκοπός της ζωής του καθενός
μας. Και τι κρίμα! Τι κρίμα που εμείς οι απόγονοί σας, οι σημερινοί Έλληνες,
ξεχάσαμε τόσο νωρίς το μήνυμα που στείλατε σε όλους μας με το θάνατο που εσείς
επιλέξατε για σας· με τον τιμημένο θάνατο με τον οποίο σφραγίσατε την τιμημένη
ζωή σας! Γιατί ο θάνατος είναι μέρος της ταυτότητας του ανθρώπου, είναι
σημαντικό κομμάτι της ζωής του· «μηδένα προ του τέλους
μακάριζε» είπε ο αρχαίος
σοφός και το ξέρουμε πως αυτό είναι το σωστό, απλώς δυσκολευόμαστε να το
σκεφτούμε στο πλαίσιο της δικής μας ζωής. Κι ας μας δώσατε εσείς το δυνατό σας
παράδειγμα.
Αλλά
δεν είναι μονάχα αυτό το παράδειγμα που μας αφήσατε ακλόνητη και διαχρονική
παρακαταθήκη, για να χαράξουμε κι εμείς τις δικές μας ζωές. Πρώτο και
δυνατότερο παράδειγμα είναι αυτό του εθελοντισμού, αφού εσείς τελείως
εθελοντικά, με την ολοδική σας θέληση, ανηφορίσατε για να θυσιαστείτε. Και δεν
ξέρω αν εσείς εκεί ψηλά αυτόν τον καιρό καταλαβαίνετε πόσο σημαντικός, πόσο
σωτήριος και πόσο κεφαλαιώδους σημασίας
για την Ελλάδα της κρίσης είναι ο εθελοντισμός. Όχι μόνο γιατί το είπε ο
Ελευθέριος Βενιζέλος στα μνημειώδη και υμνητικά του λόγια για τους εθελοντές «εις τον
πόλεμον», οι οποίοι «συμβολίζουν μίαν ιεράν παράδοσιν του Έθνους» και για τα
«εθελοντικά σώματα, τα εκπροσωπούντα τον Ελληνισμόν» κι ούτε επειδή υπάρχει το
πραγματικά σοφό γνωμικό που λέει πως «το πιο δυνατό πράγμα στον κόσμο είναι η
καρδιά του εθελοντή». Εσείς μας διδάξατε τον εφαρμοσμένο και βιωμένο
εθελοντισμό κι αυτό είναι ένα πολύ δυνατό παράδειγμα που συγκινεί στ’ αλήθεια και τον
λιγότερο ευσυγκίνητο άνθρωπο.
Όμως…
Όμως υπάρχει ένα ακόμα πολύ δυνατό μήνυμα που εκπέμπεται από τη θυσία τη δική σου και των γενναίων σου, καπετάν Νάκη
Λίτσα. Κι είναι το μήνυμα αυτό επίσης πολύ βασικό κι απαραίτητο για το δύσκολο
σήμερα της ευρισκόμενης σε κρίση Πατρίδας μας. Το περιγράφει απλά αλλά δυνατά
το Παλικάρι, μόλις ξεκίνησε για τη γη της Μακεδονίας: «Με
βαθιά συγκίνηση και αγάπη ερχόμαστε ν’ αγωνιστούμε για τα σκλαβωμένα μας
αδέλφια», αλλά εξίσου
απλά το είπε και στις τελευταίες στιγμές του: «Και να πεις στη γυναίκα μου και
στα παιδιά μου πως το καθήκον μου το έκαμα». Κι η λέξη-κλειδί είναι η λέξη καθήκον. Με συνώνυμή της τη λέξη χρέος. Κι αναρωτιέμαι πώς θα γινόταν να
μη δένει η περίπτωση η δική σας τόσο πολύ με το χρέος, από τη στιγμή που είχατε
ανάμεσά σας ένα Λεωνίδα; Ένα Μανιάτη, που κουβαλούσε το όνομα του βασιλιά που
ενέπνευσε τους σημαντικότατους στίχους στο πασίγνωστο ποίημα του Καβάφη «Θερμοπύλες»:
Τιμή
σ’ εκείνους όπου στη ζωή των
όρισαν
και φυλάγουν Θερμοπύλες.
………………………………………………………
Και
περισσότερη τιμή τους πρέπει,
όταν
προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως
ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος
κι
οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.
Μα οι
Μήδοι δε λείπουν ποτέ· από καμία εποχή είτε πολέμου είτε ειρήνης, δε λείπουν κι
από τη ζωή κανενός. Έτσι, και στη δική μας ζωή πολλοί ήταν κι εξακολουθούν να
είναι οι Μήδοι. Είναι κι ο εαυτός μας ανάμεσά τους. Οπότε, έχουμε πολλή δουλειά
να κάνουμε και αγώνα πολύ. Και μάλιστα σε μια εποχή όπου δεν έχουμε ξεκολλήσει
ακόμη από την προσφιλέστατη στους περισσότερους τακτική της ήσσονος
προσπάθειας· αυτήν την τακτική που υιοθετήθηκε από τους σημερινούς Έλληνες και
που, σε συνδυασμό με την άλλη αδερφή της, αυτήν της μεταφοράς της όποιας
ευθύνης σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό μας, συνετέλεσαν τα μέγιστα
στη δημιουργία της κρίσης. Κι όμως:
«Ν’ αγαπάς την
ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ
φταίω», λέει στην
εξαιρετικά ρωμαλέα γλώσσα του ο Νίκος Καζαντζάκης κι αυτό ακριβώς κι εσείς
κάνατε. Πήρατε πάνω σας, αποκλειστικά θαρρείς, την υπόθεση της δικής μας
λευτεριάς. Την κάνατε ολοδική σας ευθύνη και θυσιαστήκατε γι’ αυτήν. Και με τη
θυσία σας κάνατε τη λευτεριά μας όμορφη, καταπώς λέει το παιδικό ποίημα, αφήνοντας
διαχρονικό και αιώνιο παράδειγμα για όλους μας το πώς και το γιατί ζήσατε.
Κι
απομένει σε μας αυτό το ισχυρό σας παράδειγμα να το ακολουθήσουμε. Για να δικαιώσουμε
εσάς και τον καλό εαυτό που κρύβει μέσα του καθένας από μας…
Καστανόφυτο, 26 Μαΐου 2013
Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου